- παράξενα
- τα1) странные вещи; 2) странности, причуды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παράξενα — επίρρ. τροπ., αλλόκοτα, περίεργα: Ένιωσα παράξενα όταν βρέθηκα ανάμεσα σε τόσο άγνωστο κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράξενα — παράξενος half foreign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράξενος — η, ο / παράξενος, ον, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί έκπληξη ή απορία, ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράδοξος («τα λόγια του είναι πολύ παράξενα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει ακατανόητη συμπεριφορά, ιδιότροπος, δύστροπος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
ξενοφωνώ — ξενοφωνῶ, έω (Α) [ξενόφωνος] 1. μιλώ ή ηχώ παράξενα 2. λέγω παράξενα, παράδοξα πράγματα 3. παθ. ξενοφωνοῡμαι, έομαι α) ακούω παράξενες φωνές («ταράττονται ξενοφωνούμενα», Κύριλλ.) β) καταπτοούμαι από παράδοξες εκφράσεις … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Η ιδιοτυπία — Η μελέτη των κοσμικών ακτινών μοναδική πηγή (ως το 1953) σ. υψηλής ενέργειας οδήγησε στην ανακάλυψη άλλων σ., στα οποία δόθηκε το όνομα «παράξενα σωματίδια» για τη διαφορετική συμπεριφορά τους από εκείνη των σ. των μέχρι τότε γνωστών σ. Πράγματι… … Dictionary of Greek
παράξενος — η, ο 1. (για πράγματα), αυτός που προκαλεί έκπληξη, απορία, ασυνήθιστος: Παράξενη ζέστη στην καρδιά του χειμώνα. 2. (για ανθρώπους), ιδιότροπος, αλλόκοτος, γκρινιάρης: Είναι παράξενος άνθρωπος το αφεντικό μας. 3. ως ουσ., παράξενα, αφύσικα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek